- ἐμβόσκομαι
- ἐμβόσκομαι,A feed on or in, Ph.2.289: metaph., τόποις ib.351.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμβόσκω — ἐμβόσκω (Α) 1. (για ζώα) βόσκω μέσα σε κάποιον χώρο 2. μέσ. ἐμβόσκομαι (για χορτάρι ή περιοχή) είμαι κατάλληλος για βοσκή … Dictionary of Greek